- πρίμος
- -α, -ο(λ. ιταλ.), ευνοϊκός άνεμος για το πλοίο, ούριος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρίμος — α, ο / πρῑμος, α, ον, ΝΜΑ, και πρύμος, α, ο, Ν, πρεῑμος, η, ον, Α νεοελλ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα α) η πρίμαντόνα β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο 3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε… … Dictionary of Greek
πρίμα — (I) η, Ν βλ. πρίμος. (II) και πρύμα Ν επίρρ. βλ. πρίμος … Dictionary of Greek
PRIMUS — I. PRIMUS Episcopus, Alexandrinus A. C. 10. II. PRIMUS Vide suprâ Primas, et infra Princeps. III. PRIMUS apud Suidam, Πρίμος καὶ Κερεάλιος ἐις τὴν Ρ´ωμαίαν εἰσέβαλον, πρῶτον μὲν ἐις λάρνακας μετα τȏυ νεκρῶν δἰ ἀγγέλων τινῶν καὶ ἐις ἀῥῥίχους… … Hofmann J. Lexicon universale
ακία — Ο στοίχος στον βυζαντινό στρατό. Ονομαζόταν και λόχος ή κουντουβέρνιον. Το πεζικό παρατασσόταν σε όρδινα (ζυγούς), που συνήθως ήταν δεκαέξι. Τα όρδινα ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο, σε διάταξη φάλαγγας, και ο αριθμός τους ήταν… … Dictionary of Greek
πρίμο — το, Ν βλ. πρίμος … Dictionary of Greek
πρείμος — είμη, ον, Α βλ. πρίμος … Dictionary of Greek
πρύμος — α, ο, Ν βλ. πρίμος … Dictionary of Greek
Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… … Dictionary of Greek
ούριος — α, ο (από το ουρά), για άνεμο, αυτός που φυσάει από την πρύμη (ουρά) του πλοίου, που σπρώχνει το πλοίο προς τα εμπρός, αλλ. πρίμος, ευνοϊκός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)